Πρώτα ένοιωσε στο μάγουλο της την σκληρότητα του πουκάμισου του ¨δεν βάζει μαλακτικό στο πλύσιμο ¨ σκέφτηκε ,μετά άκουσε την καρδιά του να χτυπά αργά αλλά δυνατά κάτω από το μάγουλο της , ύστερα στην μύτη της έφτασε η μυρωδιά του ¨ ακομα την ίδια κολόνια φοράει ¨ διαπίστωσε …και τέλος ανατρίχιασε καθώς τα χέρια του βρέθηκαν να αγκαλιάζουν την πλάτη της απαλά , σταθερά ,κτητικά , πάντα προσεχτικά , όπως χιλιάδες φορές πριν , μην αγγίξει την ελιά της , πάντα του ψιθύριζε ¨πρόσεχε την ελιά μου ¨ η μνήμη του καθοδηγούσε τις κινήσεις του …τόσο μακρινές μνήμες κι όμως αυτόνομα παρούσες .
¨ Τώρα ,τώρα φίλησε με τώρα ¨ ,ήθελε να φωνάξει ¨τώρα ,μετά θα χαθεί η στιγμή ¨
όμως δεν μίλησε ,δεν ανέπνεε …μόνο περίμενε …ο χρόνος σταμάτησε εκεί στην μέση του πολυσύχναστου δρόμου , μες την αγκαλιά του …κάποιος περνώντας τους έσπρωξε και αμέσως τα δυο κορμιά που είχαν γυρίσει σε ένα παρελθόν που το ζούσαν τώρα , χώρισαν με ένα αναστεναγμό τόσο συγχρονισμένο που τους τρόμαξε .
Τα χέρια απομακρύνθηκαν και αμήχανα , τα δυο μπήκαν σε τσέπες στενές ενώ τα αλλά δυο τρέμοντας , αρπάχτηκαν από το λουρί της τσάντας , όπως αρπάζεται αυτός που πνίγεται από τον λαιμό εκείνου που προσπαθεί να τον σώσει …και για δες ,τι ειρωνεία αλήθεια ,κι αυτή πνιγόταν …όχι στην θάλασσα ,όχι από το αλμυρό νερό που γεμίζει τα πνευμονία και σταματά την ανάσα αλλά από την ανάγκη της να βρεθεί ξανά μέσα στα χέρια αυτά ,που τόσο της έλειψαν και μόλις τώρα , ναι τώρα , το συνειδητοποίησε …φραγμένα τα πνευμόνια της ,δύσκολη η αναπνοή ,και επιτακτική η ανάγκη της για μια μεγάλη ανάσα ,που θα τρυπώσει στο στήθος της και θα την βοηθήσει να αναπνεύσει ...το φιλί της ζωής από τα χείλη του…την ανασα του να της δωσει ζωη ... ναι αυτό
της χρειαζόταν ...τώρα πριν σκάσει από την άπνοια , τώρα που την είχε πιάσει η μέθη του βυθού της ματιάς του …τώρα που όλα είναι μέσα στους αφρούς των αναμνήσεων, των όμορφων αναμνήσεων …το ξέρει σε λίγο θα φτάσουν και οι άλλες … οι πικρές ,οι απωθημένες από το μυαλό , στα βάθη του υποσυνείδητου και θα πάρουν την θέση τους θα συμπληρώσουν το παζλ και θα τον κάνουν να θυμηθεί πόσο πόνεσε …ήταν σίγουρη είχε πονέσει …
Αυτός είχε το ύφος ανθρώπου που μόλις είχε πει αντίο σε αγαπημένους , σε μια αίθουσα αναμονής σε κάποιο αεροδρόμιο του κόσμου …μάτια μισόκλειστα ,χέρια τρεμάμενα , σκέψεις χαρούμενες και θλιβερές ανακατεμένες , με την αίσθηση πως θα αποχωριστεί κάτι που δεν πρόλαβε να χορτάσει ούτε σε αυτήν την επιστροφή και το πλάνο για την επόμενη , αμφίβολο και μακρινό …και στα χείλη να ανεβαίνουν από την ψυχή του θαρρείς , λέξεις ¨ γιατί …πότε … ποτέ …σε θέλω …δεν σε ξέχασα …το ήξερα …μην φύγεις …έλα μαζί μου …¨ και ένας ιδρώτας ζεστός και αλμυρός ίδιος σε σύσταση θαρρείς με δάκρυα που χάσανε τον δρόμο τους και αντί να κυλήσουν στα μάγουλα , κυλάνε στην ραχοκοκαλιά του , τον κάνουν να αναριγήσει .
¨ Μην ανοίγεσαι …παιξτο άνετος …μη σε περάσει για μαλάκα …μην καταλάβει …
θα φύγει …κάνε κάτι γαμώ το κέρατο μου …πες κάτι …ζήτα της το τηλέφωνο της , μια συνάντηση , κάτι …κάνε κάτι …μην την φοβίσεις …μη ζητάς …¨
-Μου έλειψες …ξεστόμισαν ,ταυτόχρονα και οι δυο με μια γρήγορη ανάσα …κι οι δυο φοβόταν να το φανερώσουν αλλά προδόθηκαν στην βιασύνη τους μη χαθούν
ξανά …
Χέρια απλώθηκαν και πριν σμίξουν μεταξύ τους ο χρόνος , άχρονος υποκλίθηκε και τους έκανε χώρο να ξαποστάσουν πριν αποφασίσουν πως θα τον εκμεταλλευτούν τώρα πια …
Aπόσπασμα μυθιστορήματος τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στην Μαρα Κομπιδου
Σάββατο 6 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου